- πρωτόπλαστος
- -η, -ο / πρωτόπλαστος, -ον, ΝΜΑ1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστοςο Αδάμ3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοιο Αδάμ και η Εύα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + πλαστός (< πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.